- χοηφόρος
- χοηφόρος, ον,A offering χοαί to the dead; Χοηφόροι, a Tragedy by A., in which the Chorus pours χοαί to the shade of Agamemnon.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοηφόρος — ο / χοηφόρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που τελεί νεκρική σπονδή 2. (το θηλ. πληθ. ως κύριο όν.) Χοηφόροι τίτλος τραγωδίας τού Αισχύλου, το β μέρος τής τριλογίας Ορέστεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοή + φόρος*] … Dictionary of Greek
Χοηφόροι — Χοηφόρος offering masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοηφόροι — χοηφόρος offering masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χοηφόροις — Χοηφόρος offering masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοηφόροις — χοηφόρος offering masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χοηφόρους — Χοηφόρος offering masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοηφόρους — χοηφόρος offering masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek